- δηλήεις
- δηλ-ήεις, εσσα, εν,A = δηλήμων, Orph.A.923: neut. sg. δηλήειν prob. in Nic.Al.42.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δηλήεις — δηλήεις, εσσα, εν (Α) ο ολέθριος, ο καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι). Ποιητικός σχηματισμός κατά τα αιγλήεις, φωνήεις κ.ά.] … Dictionary of Greek
δηλήεντα — δηλήεις neut nom/voc/acc pl δηλήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek